κνέφας

κνέφας
κνέφᾰς, τό, [dialect] Att. gen.
A

κνέφους Ar.Ec.290

, Com.Adesp.35, later

κνέφατος Plb.8.26.10

; dat.

κνέφᾳ X.HG7.1.15

,

κνέφεϊ AP7.633

(Crin.), as if from [full] κνέφος, cited by Hsch., Suid., Phot.: (cf. δνόφος):—darkness, Hom. (only in nom. and acc.), of the evening dusk, twilight,

εἰς ὅ κε . . δύῃ τ' ἠέλιος καὶ ἐπὶ κ. ἱερὸν ἔλθῃ Il.11.194

, 209: later, generally, darkness,

δυσάλιον κ. A.Eu.396

(lyr.);

νυκτός Id.Pers.357

, cf. E.Ba.510, etc.;

τὸ κατὰ γᾶς κ. Id.Hipp.836

(lyr.): metaph.,

τοῖον ἐπὶ κ. ἀνδρὶ μύσος πεπόταται A.Eu.378

(lyr.).
2 morning twilight,

πρῲ πάνυ τοῦ κνέφους Ar.Ec.290

; ἅμα κνέφᾳ at dawn, X.l.c., Cyr.4.2.15.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κνέφας — κνέφας, ους και ατος, τὸ (Α) 1. σκότος, σκοτάδι 2. το λυκόφως, το σούρουπο ή η αυγή, τα χαράματα (α. δύῃ τ ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθη», Ομ. Ιλ. β. «πρῲ πάνυ τοῡ κνέφους», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ανάγεται σε ΙΕ… …   Dictionary of Greek

  • κνέφας — darkness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνέφαος — κνέφας darkness neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνέφους — κνέφας darkness neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνέφᾳ — κνέφας darkness neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДЕНЬ —    • Dies, ήμέρα          (ср. также Άφετοι ήμέραι, Афеты, II), означает и Д. естественный (naturalis), и Д. гражданский (civilis). Под первым разумеется время от восхода до заката солнца, а время от заката до восхода солнца называется ночью,… …   Реальный словарь классических древностей

  • CREPUSCULUM — a crepus, et hoc a Graeco κνέφας, caligo, indigitatur Papinio Statio, l. 10. Theb. v. 115. ubi de Somni aula, tenuis qui circuit aulam Invalidusque nitor: Ubi reponit Barthius, Nox humilisque nitor Ut dicat mixtam noctem et lucem, quo fiat… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • HORAE — I. HORAE Calabriae urbs. Curopalates. II. HORAE Iovisac Themidis filiae. Hesiod. in Theogonia, Δεὐτερον ἠγάγετο λιπαρην` Θέμιν, ἣ τέκεν Ω῞ρας, Ε᾿υνομίην τε, Δίκην τε, καὶ Ε᾿ιρήνην τεθαλυῖαν, Α῞ιτ᾿ ἔργ᾿ ὡρεύουςι καταθνητοῖςι βροτοῖςι. Orpheus non… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έστε — I (Este). Τοποθεσία της Ιταλίας στην επαρχία της Πάντοβα, η οποία στην αρχαιότητα ήταν ακμαία πόλη με την ονομασία Ατέστε. Κατοικήθηκε πρώτα από λαό αβέβαιης καταγωγής, με τον οποίο αναμείχθηκαν την 2η χιλιετία π.Χ. οι Βενετοί, που ήρθαν από τα… …   Dictionary of Greek

  • ακροκνέφαιος — ἀκροκνέφαιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται ή συντελείται κατά τη νύχτα, το σούρουπο, μόλις αρχίζει να σκοτεινιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + κνεφαῖος < κνέφας «σκότος»] …   Dictionary of Greek

  • ακροκνεφής — ἀκροκνεφής, ές (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή συντελείται κατά την αυγή, το ξημέρωμα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀκροκνεφές το θαμποχάραμα, το θαμπόφεγγο, το μισόφωτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + κνέφας «πρωινό λυκόφως, αυγή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”